- στριφνός
- -ή, -όν, Α1. σταθερός, στερεός («ὀστέα στριφνότατα», Ιπποκρ.)2. στιφρός*3. δριμύς στη γεύση4. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος («στριφνοὶ γέροντες», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα -νός (πρβλ. πυκνός) που, κατά μία άποψη, μάλλον απίθανη, αποτελεί παράλληλο τ. τής ελληνιστικής περιόδου τού επιθ. στιφρός (βλ. λ. στῖφος). Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. συνδέεται με την οικογένεια τού στερεός* (πρβλ. γερμ. strif, stref σκληρός»)].
Dictionary of Greek. 2013.